- αχρηστία
- ητο να γίνεται ή να είναι κανείς άχρηστος: Ο νόμος αυτός σήμερα είναι σε αχρηστία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀχρηστία — ἀχρηστίᾱ , ἀχρηστία uselessness fem nom/voc/acc dual ἀχρηστίᾱ , ἀχρηστία uselessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστίᾳ — ἀχρηστίαι , ἀχρηστία uselessness fem nom/voc pl ἀχρηστίᾱͅ , ἀχρηστία uselessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχρηστία — η (AM ἀχρηστία) [άχρηστος] το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση νεοελλ. η αχρήστευση … Dictionary of Greek
ἀχρηστίας — ἀχρηστίᾱς , ἀχρηστία uselessness fem acc pl ἀχρηστίᾱς , ἀχρηστία uselessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστίαν — ἀχρηστίᾱν , ἀχρηστία uselessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нетребованьѥ — НЕТРЕБОВАНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Бесполезность: не ризу ѹмѧчимъ мѧккую же и мимотекающюю. ѥ˫а же лучшеѥ нетребованьѥ. не каменьными проси˫аньи. не злата облисканье(м). (ἀχρηστία) ГБ XIV, 4г. Ср. требованиѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγωγιαστήριο — το [αγωγιάζω] έγγραφο σε μορφή επιστολής, που εκδίδεται για σύμβαση μεταφοράς προσώπων ή πραγμάτων από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη και περιέχει όλα τα στοιχεία που καθορίζει ο νόμος ο όρος αγωγιαστήριο έχει πέσει σήμερα σε αχρηστία. Στη θέση … Dictionary of Greek
ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] … Dictionary of Greek
αμέργω — (Α ἀμέργω) (ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ … Dictionary of Greek
ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… … Dictionary of Greek